Stories of a Beerman

Name:
Location: Athens, Greece

οταν δεν πίνω μπύρες εκπαιδεύω σκυλιά...

Tuesday, March 20, 2007

Ανασταση

Oι καμπανες τον τελευταιο μηνα ακουγονταν συχνοτερα.Καποιοι ησαν χαρουμενοι ενώ καποιοι αλλοι ενοχλουνταν γιατι μεναν ακριβως διπλα στην εκκλησιά.Ο παπα-Γιαννης αν κι εμενε αρκετα μακρια απ’τον οικο του θεου,ηταν φανερα ενοχλημενος αυτές τις μερες,παραμονες του Πασχα ,γιατι ειχε φορτο εργασιας. Ολο το χρονο πηγαινε να λειτουργησει μια φορα τη βδομαδα κι αυτό το μηνα ηταν αναγκασμενος να δινει το παρων καθημερινα..Εν ολιγοις δεν τον εβλεπε το σπιτι.Σημερα σαν γυρισε απ’το κτημα του,εβγαλε από πανω του τα βρωμικα παλιόρουχα κι αναψε το θερμοσιφωνα να κανει ένα ζεστο μπανακι για να μη ζεχνει το βραδυ που θα βγαλει Ανασταση.

Στο κτημα του διατηρουσε καμια σαρανταρια προβατακια,μια αγελαδα και δεκα-δωδεκα κοτουλες.Βλεπετε ειχε τεσσερα στοματα να θρεψει κι ο μισθος δεν εφθανε.Τα τυχερα από γαμους και βαφτισια ηταν ελαχιστα καθως η ενορια του ηταν ένα κουτσοχωρι από τριαντα-σαραντα νοματεους.Παλι καλα που πεθαινε καμια γριουλα κι εβγαζε τις βενζινες της μετακινησης αφου το χωριο απειχε πενηντα χιλιομετρα απ’το σπιτι του.Δεν ηταν λιγες φορες που παλευε με τη συνειδηση του.Απλωνε διστακτικα το χερι του κι επαιρνε τον οβολο απ’την γριουλα που τον καλεσε να μνημονευσει τον συγχωρεμενο τον αντρα της.Δεν το χωραγε η ψυχη του αλλα τ’απλωνε…Δεν ηταν ο μονος παπας της επαρχιας που προσπαθουσε να επιβιωσει.Τουλαχιστον δεν εβγαζε τιμοκαταλογο όπως οι αλητοτραγοπαπες των πολεων.Αυτη η σκεψη τον ανακουφιζε!

…βγηκε απ’το μπανιο με την μπουρνουζοπετσετα και σταζαν ακομη νερα απ’τα μακρια γενια του.Πηγε στην κρεβατοκαμαρα και φορεσε το τριμμενο ξεθωριασμενο ρασο που εδώ και τρια χρονια ανεβαλλε ν’αντικαταστησει λογω οικονομικων δυσκολιων.Αν κι ηταν ακομη οχτω η ωρα,ξεκινησε γιατι επρεπε να φθασει νωρις αφου ειχε να βγαλει δυο Αναστασεις!Η μητροπολη του’χε φορτωσει τα τελευταια χρονια και το διπλανο χωριο λογω ελλειψης κληρικων.Πεντε χρονια παλευε ο παπα-Γιαννης να πεισει τους γειτονευοντες να κανουν ανασταση εναλλαξ ,μια στο ένα χωριο μια στ’άλλο,ματαια όμως.Η μοιρολατρια δινει και παιρνει σ’αυτά τα κουτσοχωρια και το’χαν σε κακο να μην βγει ανασταση στην εκκλησιά τους.

…’’Χριστος Ανεστη εκ νεκρων…’’αρχισε να ψαλλει ο ιερεας και πριν καλα-καλα τελειωσει αρχισε η οχλοβοη και τα αλληλοαγκαλιασματα.Ο παπα-Γιαννης εκανε μια παυση,αγριοκοιταξε το ποιμνιο και συνεχισε:…’’Θανατω Θανατον πατησας…’’ ενώ ο κοσμος συνεχισε το χαβα του.Μια κυρια στο βαθος παραλιγο να λαμπαδιασει το περμαναντ της.Στο τσακ την εσωσε ο καντηλαναφτης κι υστερα γυρισε και κρυφογελασε στον επιτροπο ειτε γιατι το συμβαν ηταν αστειο ειτε γιατι ειχε προηγηθει καποιο πονηρο υπονοουμενο λογω της προκλητικης αμφιεσης της κυριας!Ο κοσμος όπως συνηθως μετα το ‘Χριστος Ανεστη’ αρχισε ν’αραιωνει.Μερικοι πιτσιρικαδες συνεχισαν να πετανε κροτιδες και χασκογελουσαν με την τρομαρα που παιρναν οι γιαγιαδες.Ο παπα-Γιαννης αρχισε να πηδαει σελιδες κι εψελνε ακαταλαβιστικα γιατι η ωρα ηδη ηταν εντεκα κι επρεπε να τα μαζευει σιγα-σιγα για να παει να βγαλει ανασταση στην κανονικη ενορια του,την κανονικη ωρα!Μετα από ένα νοημα του ψαλτη ο ιερεας αυθαιρετα εβαλε τελεια στη μεση μιας προτασης κι η λειτουργια διακοπηκε καπως αποτομα.Ο παπα-Γιαννης κρυφτηκε στο ιερο,εβγαλε το πετραχειλι του κι αρχισε να φτιαχνει το βαλιτσακι του.Ανταλλασοντας ευχες κατευθυνθηκε προς την εξοδο του ΑΙ-Νικολα και μπηκε στο διπλοκαμπινο αγροτικο αυτοκινητο.Ωσοτου ερθει ο ψαλτης εβαλε ραδιοφωνο.Του ξεφυγε ένα ποινελικι καθως ηταν Μεγαλο Σαββατο κι ολοι οι σταθμοι παιζαν κλασσικη μουσικη.Αμεσως το μετανοιωσε και ζητησε συγχωρεση απ’το θεο.Ο ιερεας κοιταξε προς στιγμη τον ουρανο,δεν πηρε απαντηση αλλα δεν φανηκε να πολυσκοτιστηκε!Ο ψαλτης εφθασε , με δυσκολια ανεβασε τα πατσοκοιλια του στην καμπινα και ξεκινησαν για την διπλανη ενορια.

Εκει τα πραγματα ηταν καλυτερα κι η προσελευση του κοσμου ηταν μεγαλυτερη.Ειχαν ερθει πολλοι Αθηναιοι για το Πασχα κι αληθεια είναι ότι η παρουσια τους,το ομορφο ντυσιμο τους εναρμονισμενο με την τελευταια λεξη της μοδας,η προσεγμενη ομιλια τους,εκτος από ζωντανια διναν κι ομορφια στο χωριο.Παντου μυριζε πρωτευουσα κι οι ντοπιοι νοιωθαν μειονεκτικα.Παντως η εκκλησια ασφυκτιουσε καθως ολοι οι χωριανοι,μικροι και μεγαλοι,σπευσαν να θαυμασουν τα προκλητικα συνολακια που που φορουσαν οι αερατες Αθηναιες.Παρα το ακαταλληλο της ωρας και του χωρου,η φαντασια του παπα-Γιαννη καλπαζε.Ο δεξιος ψαλτης ξεγυμνωνε με τα ματια του-πανω απ’τα μισα γυαλια του-κυριες και δεσποινιδες.Ο αριστερος ηταν πιο διακριτικος.Η λειτουργια κυλησε ομαλα ,ψαλθηκε σχεδον απ’ολους το ‘Χριστος Ανεστη’,ο κοσμος αρχισε ν’αποχωρει,τα ψηλοτακουνα ακουγονταν στο πλακοστρωτο προαυλιο της εκκλησιας κι απομεινε ο παπας με τους δυο ψαλτες,ολομοναχοι,να τελειωσουν το μεταμεσονυχτιο μερος.Τα’πανδεν τα’παν όλα, ενας θεος ξερει…Κατά τις 02:30 εξουθενωμενοι σβησαν τους πολυελαιους και κλειδωσαν τον ναο.Ο παπα-Γιαννης στην επιστροφη αφησε τον ψαλτη σπιτι του κι αντι να παει για το δικο του εκανε μια μικρη παρακαμψη και περαση απ’το κτημα του.Κατεβηκε απ’το ‘αγροτικο’,εβαλε τις ακρες του ρασου μες στις τσεπες για να μη σερνεται στις κοπριες,μπηκε στην αποθηκη κι αρπαξε το αρνι απ’το τσιγκελι που το’χε κρεμασει αποβραδις για να στραγγισει.Σαν το φορτωσε στην καροτσα ηταν απροσεχτος και λερωσε το ρασο με αιμα αλλα δεν τον ενοιαξε καθολου γιατι στο μυαλο του ειχε το πρωινο φαγοποτι που θ’ακολουθουσε…

Thursday, March 01, 2007

Καπου στην επαρχια...

Το κοκκινο ημιφορτηγο τρεκλιζε ,ποτε δεξια ποτε αριστερα,πανω στις λακουβες του χωματινου κακοτραχαλου δρομου.Τωρα το χειμωνα οι βροχες μεγαλωσαν τις τρυπες,τα νερα τις καλυπταν κι ο οδηγος δεν μπορουσε να διακρινει ποια πορεια πρεπει να παρει με αποτελεσμα το οχημα να μπαλατζαρει επικυνδυνα.Ο δρομος ηταν στενος και πολλες φορες το φορτηγακι γλιστραγε στις λασπωμενες οχθες με κινδυνο να ντελαπαρει στο χαντακι.Ο συνοδηγος, μανα του Νικολα,εβγαζε έναν αναστεναγμο ανακουφισης κάθε φορα που γλιτωναν.Ο Νικολας,μοναχα 11 χρονων,δεν εφτανε τα πενταλ και προσπαθουσε να δει αναμεσα απ’τις ακτινες του τιμονιου.Απ’εξω δεν μπορουσες να διακρινεις οδηγο και το οχημα εμοιαζε ακυβερνητο.Αυτες τις παγωμενες μερες του γεναρη ο μικρος Νικολας αναγκαζονταν να σταματαει περιοδικα και κατεβαινε να καθαρισει το παρμπριζ απ’τον παγο γιατι το καλοριφερ δεν λειτουργουσε.Χρησιμοποιουσε ένα στουπι για να μην ξυλιαζουν τα χερακια του και στην θηκη της πορτας του ειχε κι ένα μπουκαλακι με χλιαρο νερο για για να ριχνει στο τζαμι για να μη κοπιαζει.Πανε δυο χρονια τωρα που ο Νικολας ξεκινησε να κανει το σωφερ της μητερας του.Αφορμη ηταν οι συχνες απουσιες του πατερα του για δουλειες.Τι κριμα που’ταν ο μεγαλυτερος γιος της οικογενειας…κι ετσι ανγκαστηκε να επωμιστει αυτό βαρος που δεν ταιριαζε καθολου στην ηλικια του.Πολλοι χωριανοι σχολιαζαν αρνητικα το γεγονος ότι οδηγουσε ενας εντεκαχρονος αλλα ο Νικολας αδιαφορουσε γιατι δεν ηθελε ν’αφησει την μανα του να πηγαινει στο κτημα με τα ποδια.Ηξερε πολύ καλα ότι κατι τετοιο θα επειδεινωνε το προβλημα που’χε με τους κιρσους της και δεν το χωρουσε ο νους του να προσπαθησει ν’αποφυγει την αγγαρεια.

Το φορτηγο σταματησε στα δεξια,σ’ένα σημειο διχως λασπες ,και μανα και γιος πηδηξαν μεμιας καταγης.Ο Νικολας πηρε απ’την καροτσα το δοχειο για το γαλα κι εν τω μεταξυ η μανα του προσπαθουσε ν’ανοιξει την συρομενη σιδερενια πορτα που’χε κολλησει στις λασπες.Ο γιος ''εβαλε ένα χερακι'' κι επειτα κατευθυνθηκαν προς το αχουρι.Απο μεσα ακουγονταν τα βελασματα των προβατων και μπλεκονταν με το γαυγισμα των σκυλιων και τα κακαρισματα απ’τις κοτες.Ο Νικολας αφησε το δοχειο σε μια γωνια και πηγε ν’ανοιξει τις κοτες για να βγουν να βοσκησουν.Αυτη η εργασια ηταν δικη του ευθυνη.Οι δουλειες ειχαν χωριστει από καιρο και εκτελουνταν μηχανικα και με θρησκευτικη ευλαβεια για να κερδιζουν χρονο.Η μητερα του σηκωσε ένα τσιμεντολιθο,πηρε το κρυμμενο κλειδι κι ανοιξε τη σκουριασμενη πορτα.Περασε στο εσωτερικο κι ο Νικολας ακολουθησε σκυμμενος καθως η κοπρια ειχε συυσσωρευθει κι ειχε μειωσει το υψος του κασωματος.Η μποχα βρηκε διεξοδο κι εκσφενδονιστηκε προς τα εξω περνωντας απ’τα ρουθουνια του Νικολα και κανοντας τον να κανει μια γκριματσα σιχασιας.Με γρηγορες κινησεις η μητερα του καθισε σ’ένα στενο περασμα και στερεωσε προσεκτικα το καρδαρι στο εδαφος.Ο ορθιος τσιμεντολιθος που χρησιμοποιουσε για σκαμνακι δεν την βολευε καθολου γιατι ηταν πολύ στενος για τα παραπανισια κιλα της.Ο Νικολας αρχισε να στριμωχνει τα προβατα κι αυτά περνουσαν αναγκαστικα απ’τη μητερα του καθως δεν υπηρχε άλλη εξοδος διαφυγης.Αυτη τα’αρπαζε απ’το πισινο τους ποδαρι,τα ακινητοποιουσε και ζουλαγε τα μασταρια τους με μαεστρια ωσοτου παρει και την τελευταια σταγονα γαλακτος.Πολλες προβατινες ησαν αγριες και τιναζαν τα πισω ποδια προσπαθωντας να αποφυγουν τη διαδικασια.Δεν ηταν λιγες φορες που ξεφευγαν.Μερικες φορες γκρεμιζαν τη μανα του Νικολα η οποια σωριαζονταν κατω με τα γονατα χωμενα στην κοπρια .Ανημπορη αρχιζε τις βλαστημιες σηκωνοταν και ξαναπαιρνε θεση!Ο Νικολας τη λυποταν αλλα δεν μπορουσε να την απαλλαξει διοτι δεν γνωριζε την τεχνη του αρμεγματος.Συνειδητα ειχε επιλεξει να μην προσπαθει να μαθει ν’αρμεγει γιατι ηξερε τι τον περιμενει.Αυτη όμως η επιλογη τον εκανε να νοιωθει τυψεις τωρα που’βλεπε την μανα του καταγης να παλευει να σηκωθει. Καποιες ατιθασες προβατινες τις πλησιαζε οΝικολας,τις βουταγε απ’το λαιμο και τις ακινητοποιουσε για να τις αρμεξουν.Παντως παρα τις δυσκολιες που συναντουσαν μανα και γιος,δεν εχαναν το χιουμορ τους,σκαρωναν διαφορα αστεια μεταξυ τους και μεσα απ’την διακωμωδηση των καταστασεων καταφερναν ν’ανταπεξελθουν στις δυσκολιες της βουκολικης ζωης.Τα περισσοτερα ζωντανα ειχαν ονομα που συνηθως φανερωνε τα εξωτερικα χαρακτηριστικα τους.Σιουτα,Λάια,Ομορφουλα,.Σκλαρικω,Μπελω,Κωλοκουρεμενη,Μαυροτσουκαλη ηταν μερικα συνηθισμενα ονοματα που τα διναν κι αλλοι κτηνοτροφοι κι ηταν τοσο συνηθισμενα όπως τα δικα μας ‘’Γιωργος’’,’’Γιαννης’’ και ‘’Μαρια’’.

Καποιες προβατινες ξεχωριζαν για την ευφυια τους.Αυτες ο Νικολας τις αφηνε χωρις να τις σπρωχνει κι από μονες τους πηγαιναν στη μητερα του και στεκονταν μπροστα της για να τις αρμεξει!!

Καθ’ολη τη διαρκεια που ο γιος χτυπουσε με την αγκλιτσα(μηχανικα)τα ζωντανα για να προχωρησουν προς τη μανα του,ειχε την ευκαιρια να ονειροπωλει για το μελλον του.Σαν τελειωνε το αρμεγμα τελειωναν κι οι ονειροπωλησεις του .Η μανα του κουρασμενη και πιασμενη απ’τον τσιμεντολιθο,σηκωνονταν και στραγγιζε το γαλα στο μεγαλο ανοξειδωτο δοχειο.Κρατουσε μοναχα τεσσερεις κουπες για να ριξει στα δυο ημιαιμα κυνηγοσκυλα που’χαν κι επειτα επλενε το καρδαρι και το τοποθετουσε στη θεση του.Ο Νικολας στερεωνε το δοχειομε το γαλα στην καροτσα κι αφου η μανα του εβαζε χορταρι στο παχνι,ξανατραβαγε τη συρομενη πορτα,εβαζε λουκετο,επιβιβαζονταν στο κοκκινο ημιφορτηγο και παιρνανε το δρομο του γυρισμου.Κατα την επιστροφη καναν σταση στο ‘’μπατζαριο’’(σταθμος συλλογης γαλακτος),ζυγιζαν το γαλα,το σημειωναν σε μια καρτελα,το ριχναν στον αναδευτηρα κι επεστρεφαν σπιτι χαρουμενοι ή απογοητευμενοι ,αναλογα με την ημερησια ποσοτητα…Μανα και γιος πλενονταν επι ωρα για να φυγει η προβατιλα που’χε ποτισει το σωμα τους και στη συνεχεια η καλοκαγαθη νοικοκυρα αναλαμβανε καθηκοντα στην κουζινα ενώ ο Νικολας ετοιμαζε το πρωινο του.Το πρωινο ηταν παντοτε το ιδιο για όλα τα μελη της οικογενειας,ακομα και για τα δυο σκυλια: μια μεγαλη γαβαθα με τρεις φετες ψωμι κομμενες σε μπουκιες, μουσκεμενες σε βρασμενο γαλα και λιγο αλατι. Ο Νικολας το καταβροχθιζε με βουλιμια.,επαιρνε τα βιβλια του και ξεκινουσε για το σχολειο με περισεια περηφανια ζωγραφισμενη στο προσωπο του καθως γνωριζε ποσο προσφερε στην οικογενεια του…

<>