Kουκίδες...
Τους έξι καβους λύνανε ναυτάκια στην προβλήτα
οι άντρες στο κατάστρωμα ανασταίναζαν βαριά
δυο του εργάτη αρμενιστές στεκότανε στη μπίντα
μην τύχει πάρουν διαταγή να ρίξουν άγκυρα
οι μηχανές ημιταχώς τη θάλασσα αναδεύαν
και το πολεμικό σκαρί χανόταν στα βαθιά
‘’αποστολή’’ τους είπανε,δεν ξέραν πού οδέυαν
κι ούτε σε πόσα μερόνυχτα θα ξαναδούν στεριά
τη μέρα τη χωρίσανε σε τέσσερα κομμάτια
όλος ο κόσμος πήγαινε αμέσως για δουλειά
οι αρμενιστές κρεμόντανε δεμένοι στα κατάρτια
λαδάδες και μηχανικοί χωμένοι στα βαθειά.
Η λαμαρίνα σκούριασε απ’την πολύ αρμύρα
κι οι σαλαμάστρες έσταζαν υπέρθερμο ατμό
κανείς δε φανταζότανε τί επιφυλάσσει η μοίρα
μα ο ‘δέυτερος’ δε νοιάζονταν,είχε μεγάλο καημό,
οι δίσκοι εκσφενδονίζονταν απ’το πολύ το κύμα
τα μαγειρία μένανε ερμητικά κλειστά
οι κατσαρίδες τρέχανε στους νεροχύτες χύμα
ανάμεσα στα λάχανα και τα ζυμαρικά
κούναγε η παλιοθάλασσα και τρέμαν τα πανιόλα
όλο το πλήρωμα έτρωγε γαλέτα,παξιμάδι
ο καπετάν ολημερίς καθόταν στη βαρδιόλα
κι έτρεμε μην τυχόν στα δυό τσακίσει το ρημάδι.
Έδωσε ο ‘πρώτος’ διαταγή να κλείσουν τα νερά
πασχίζουν οι μηχανικοί να φτιάξουν τους βραστήρες
έντεκα μέρες πάνω μας λαδίλα και βρωμιά
και σα να μη μας έφτανε γεμίσαμε και ψείρες
ζήταγε το κορμί νερό και το μυαλό γυναίκα
στις σκάντζες τσακωνόμαστε για μερικά λεπτά
τις νύχτες εκσπερματώναμε οι εννιά από τους δέκα
κι αρχίσαν να μας πιάνουνε τα ψυχολογικά.
ο υπόλογος με έβαλε να μπω μες στη μπουγιέλα
γιατ’είχε βλάβη ο λέβητας σαν κάναμε στρατσώνα
ήταν στενά αποπνικτικά και μ’είχε πιάσει τρέλα
τόσο που’θελα αεροπορικώς να φύγω απ’την Ανκόνα
το ιππάριο είχε διαρροή πήγα να βάλω φλάντζα
με πήρε ξώφαλτσα ο ατμός και μ’άφησε σημάδι
στείλαν από τη στεριά ήρθε με πήρε λάντζα
στο χόσπιταλ με πήγανε ήταν κοντά το Μπάρι
Κάπως έτσι κυλάει η ζωή αυτών που ταξιδεύουν,
κρύο,ζέστη,βροχή,συχνά με έντεκα μποφόρ
κι όσοι πατούν γερά στεριά λαθεύουν και ζηλέυουν,
αυτούς που έχουν τ’απέραντο γαλάζιο για ντεκόρ
Σκέψεις και θύμησες παλιές σαν δεις στο χάρτη τις κουκίδες
Τεργέστη,Νάπολι,Αλεξάνδρεια,Μπαχρέιν κι Οδησσό
μα ξέρεις πιο καλά εσύ πως τίποτα δεν είδες
αφού σπάνια στα λιμάνια να βγεις ήτανε εφικτό...
(Beerman)